αντεπαναστάτης

αντεπαναστάτης
ο (θηλ. -τρια)
1. αυτός που συμμετέχει σε αντεπάνασταση
2. αυτός που αντιτίθεται ή αντιδρά σε επαναστατικές ιδέες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + επαναστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπυρίδωνα Μαλάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντεπαναστάτης — ο θηλ. άτρια αυτός που κάνει αντεπανάσταση: Πολλοί χαρακτηρίστηκαν αντεπαναστάτες μόνο και μόνο για να εξοντωθούν από αδίσταχτους αντιπάλους τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντεπαναστατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με αντεπάνασταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντεπαναστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”